- βίαιος
- βίαιος, ά, ον насильственный
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
βίαιος — forcible masc nom sg βίαιος forcible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίαιος — α και η, ο (AM βίαιος, α, ον) 1. αυτός που γίνεται με τη βία, που είναι αποτέλεσμα βίας 2. όποιος ενεργεί ή επιδρά με βιαιότητα 3. (για πρόσωπο) απότομος, σκληρός 4. (για άνεμο) δυνατός, ορμητικός νεοελλ. φρ. 1. «βίαιη προσαγωγή» καταναγκαστικό… … Dictionary of Greek
βίαιος — η, ο επίρρ. βίαια αυτός που μεταχειρίζεται βία, επιθετικός, ορμητικός, απότομος: Η βίαια σύγκρουση των δύο αυτοκινήτων προκάλεσε τον άμεσο θάνατό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιαιότερον — βίαιος forcible adverbial comp βίαιος forcible masc acc comp sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc comp sg βίαιος forcible adverbial comp βίαιος forcible masc acc comp sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιοτάτων — βίαιος forcible fem gen superl pl βίαιος forcible masc/neut gen superl pl βίαιος forcible fem gen superl pl βίαιος forcible masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιοτέραις — βίαιος forcible fem dat comp pl βιαιοτέρᾱͅς , βίαιος forcible fem dat comp pl (attic) βίαιος forcible fem dat comp pl βιαιοτέρᾱͅς , βίαιος forcible fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιοτέρων — βίαιος forcible fem gen comp pl βίαιος forcible masc/neut gen comp pl βίαιος forcible fem gen comp pl βίαιος forcible masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιότατα — βίαιος forcible adverbial superl βίαιος forcible neut nom/voc/acc superl pl βίαιος forcible adverbial superl βίαιος forcible neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιότατον — βίαιος forcible masc acc superl sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc superl sg βίαιος forcible masc acc superl sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαίως — βίαιος forcible adverbial βίαιος forcible masc acc pl (doric) βίαιος forcible adverbial βίαιος forcible masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίαιον — βίαιος forcible masc acc sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc sg βίαιος forcible masc/fem acc sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)